- γιολ
- τοελαφρό και γρήγορο σκάφος αγώνων κωπηλασίας στις βόρειες ευρωπαϊκές θάλασσες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. yole < (ολλ.) jol, άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιαλαμβάνω — ΝΜΑ νεοελλ. παθ. προδιαλαμβάνομαι (για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα») αρχ. 1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῑχος] τοῑς ληστρικοῑς», Ιώσ.) 2. κρίνω και αποφασίζω… … Dictionary of Greek